αντικανονικός

αντικανονικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που δεν είναι κανονικός, που γίνεται αντίθετα με τους ισχύοντες κανόνες: Η χειροτονία του σε επίσκοπο ήταν αντικανονική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντικανονικός — ή, ό 1. ο μη κανονικός, ο αντίθετος προς καθιερωμένους κανόνες 2. (για κληρικό) αυτός που έχει χειροτονηθεί κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων 3. (για μυστήριο) εκείνο που έχει τελεστεί από αντικανονικό κληρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κανονικός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • ζευξιμοιχεία — ζευξιμοιχεία, ἡ (Μ) αντικανονικός γάμος, αθέμιτος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι (< ζεύγνυμι) + μοιχεία. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • Λεπτίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος πολιτικός (; – περ. 345 π.Χ.). Το 356 πρότεινε να καταργηθούν όλες οι φορολογικές απαλλαγές οι οποίες είχαν χορηγηθεί στο παρελθόν ως ανταμοιβή για δημόσιες υπηρεσίες. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”