- αντικανονικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που δεν είναι κανονικός, που γίνεται αντίθετα με τους ισχύοντες κανόνες: Η χειροτονία του σε επίσκοπο ήταν αντικανονική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.